- θεόρβη
- Έγχορδο όργανο, που ανήκει στην οικογένεια των λαούτων. Επινοήθηκε στις αρχές του 17ου αι. από τον Τιόρβο. Η θ. έχει 24 χορδές, τεντωμένες και άλλες (οι βαριές) προσαρμοσμένες σε ειδικό κοχλία, που βρίσκεται σε μια πλάγια λαβή, κάπως μακρύτερη από την κύρια.
Θεόρβη του 17ου αι. (Πύργος Σφόρτσα, Μιλάνο).
Dictionary of Greek. 2013.